- μαεστρικός
- η , ό[ν] мастерский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαεστρικός — ή, ό [μαέστρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μαέστρο («μαεστρική δεξιοτεχνία») … Dictionary of Greek